Δυστυχώς, ο έλεγχος των συμβατικών όπλων δεν βοήθησε ιδιαίτερα στην αναχαίτιση της επιδείνωσης των σχέσεων της Ρωσίας με την Ουκρανία ή τον Οργανισμό Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) ή στην αποτροπή της στρατιωτικής επιθετικότητας του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν. Στο τέλος της σύγκρουσης Ανατολής-Δύσης δημιουργήθηκαν τρεις πολυεπίπεδες συμφωνίες ελέγχου των συμβατικών όπλων -η Συνθήκη για τις συμβατικές ένοπλες δυνάμεις στην Ευρώπη (Treaty on Conventional Armed Forces in Europe, CFE)[1], το Έγγραφο της Βιέννης για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και Ασφάλειας (the Vienna Document on Confidence and Security Building Measures, VD)[2] και η Συνθήκη για τον Ανοικτό Ουρανό (Open Skies Treaty, OST) [3]- για να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή συνεργατική δομή ασφάλειας.
Όμως, η Ρωσία ανέστειλε την συμμετοχή της στην CFE το 2007, μετά την αποτυχία εκσυγχρονισμού του ελέγχου των συμβατικών όπλων με την Συμφωνία για την Προσαρμογή της Συνθήκης για τις Συμβατικές Ένοπλες Δυνάμεις στην Ευρώπη (Agreement on Adaptation of the Treaty on Conventional Armed Forces in Europe) [4]. Και αποχώρησε από την Συνθήκη Ανοικτού Ουρανού έναν χρόνο μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι προσπάθειες της Γερμανίας να αναβιώσει τον έλεγχο των συμβατικών όπλων μέσω του Άτυπου Διαρθρωτικού Διαλόγου (Informal Structural Dialogue)[5] , που ξεκίνησε το 2016, απέτυχαν επίσης. Αυτό καταδεικνύει ότι ο έλεγχος των συμβατικών όπλων στην Ευρώπη έχει χάσει την ικανότητά του να ελέγχει την Ρωσία ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η Ρωσία ανέστειλε την εφαρμογή του Εγγράφου της Βιέννης όταν ξεκίνησε τον πόλεμό της κατά της Ουκρανίας.
Με την απρόκλητη επίθεση της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, ο Χάρτης των Παρισίων (Charter of Paris) του 1990 και η συνεργατική ευρωπαϊκή δομή ασφαλείας που βασίστηκε σε αυτόν κατέρρευσε οριστικά. Όμως, η Ρωσία δεν φέρει την αποκλειστική ευθύνη για την κατάρρευση αυτή. Οι διαφορές μεταξύ της Ρωσίας και των Δυτικών χωρών αυξήθηκαν με την διεύρυνση του ΝΑΤΟ από το 1999˙ την απόσυρση των ΗΠΑ από την Συνθήκη ΑΒΜ (2002)˙ την εισαγωγή της αμερικανικής αντιπυραυλικής άμυνας στην Ευρώπη (2007)˙ και τις επεμβάσεις της Δύσης στην Σερβία (1999), το Ιράκ (2003), και την Λιβύη (2011).
————————————————-
Το υπόλοιπο κείμενο δημοσιεύεται στο τεύχος Οκτωβρίου – Νοεμβρίου 2023 του Policy Journal.