Η παγκοσμιοποίηση αναφέρεται στην ελεύθερη διασύνδεση και αλληλεξάρτηση ατόμων, επιχειρήσεων, και χωρών σε όλο τον κόσμο, που καθοδηγείται από τις εξελίξεις στην τεχνολογία, την επικοινωνία, το εμπόριο, την κυκλοφορία των ανθρώπων, και την διεθνή πολιτική. Είναι ένα πολύπλοκο και πολύπλευρο φαινόμενο που έχει διαμορφώσει τον κόσμο με πολλούς τρόπους.
Η παγκοσμιοποίηση είναι πρωτίστως μια οικονομική διαδικασία αλληλεπίδρασης και ολοκλήρωσης που συνδέεται με κοινωνικές, πολιτικές, και πολιτιστικές πτυχές.
Οι Κύκλοι της Παγκοσμιοποίησης
Ιστορικά, η παγκοσμιοποίηση γνώρισε τέσσερεις μεγάλους κύκλους. Ο πρώτος κύκλος της παγκοσμιοποίησης, ο κύκλος της εκβιομηχάνισης, εξελίχθηκε στον 19ο αιώνα, μετά το τέλος των Ναπολεοντείων πολέμων, λόγω της προόδου στην τεχνολογία των μεταφορών και των επικοινωνιών, η οποία προκάλεσε ταχεία ανάπτυξη στο διεθνές εμπόριο, την κίνηση κεφαλαίων και τη μετανάστευση, και την ανταλλαγή ιδεών. Η μείωση του κόστους μεταφοράς αγαθών και υπηρεσιών σε μεγάλες αποστάσεις, λόγω της ανάπτυξης της ναυτιλίας, των σιδηροδρομικών δικτύων και των υδάτινων καναλιών, η ανάπτυξη των επικοινωνιών λόγω του τηλεγράφου, η απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών λόγω της μείωσης του προστατευτισμού, και η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και ανθρώπων μεταξύ των εθνικών οικονομιών ήταν οι βάσεις αυτού του πρώτου μεγάλου κύκλου της παγκοσμιοποίησης. Οι διαδικασίες αυτές εντάθηκαν μετά την επικράτηση του κανόνα χρυσού στην δεκαετία του 1870 αλλά ο κύκλος αυτός τερματίστηκε απότομα με την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο δεύτερος κύκλος, ο κύκλος του προστατευτισμού, διήρκεσε από το 1914 έως το 1945. Η εποχή του Μεσοπολέμου είδε μια δραματική ανατροπή της παγκοσμιοποίησης λόγω των διεθνών συγκρούσεων και της αύξησης του προστατευτισμού. Παρά την πίεση της Κοινωνίας των Εθνών για πολυμερή συνεργασία, το εμπόριο περιφερειοποιήθηκε εν μέσω εμπορικών φραγμών και της διάσπασης του κανόνα του χρυσού σε νομισματικά μπλοκ. Ο κύκλος αυτός επηρεάστηκε αλλά και εν μέρει προκάλεσε τη μεγάλη οικονομική καθίζηση της δεκαετίας του 1930 και ενδεχομένως οδήγησε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο τρίτος κύκλος της παγκοσμιοποίησης ξεκίνησε διστακτικά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλαίσιο του συστήματος σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods. Ο κύκλος του Bretton Woods είδε τις Ηνωμένες Πολιτείες να αναδεικνύονται ως η κυρίαρχη οικονομική δύναμη με το δολάριο, που τότε ήταν συνδεδεμένο με τον χρυσό, ως την βάση ενός συστήματος στο οποίο οι συναλλαγματικές ισοτιμίες καθορίζονταν σε σχέση με αυτό. Η μεταπολεμική ανάκαμψη και η απελευθέρωση του εμπορίου ώθησαν την ταχεία οικονομική επέκταση στην Ευρώπη, την Ιαπωνία, και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, και πολλές χώρες σταδιακά χαλάρωσαν τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων. Όμως, η επεκτατική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική των ΗΠΑ, που προκλήθηκε από κοινωνικές και στρατιωτικές δαπάνες, κατέστησε τελικά το σύστημα μη βιώσιμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες τερμάτισαν τη μετατρεψιμότητα δολαρίου-χρυσού στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και πολλές χώρες μετά το 1973 στράφηκαν σε κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Ο τέταρτος κύκλος της παγκοσμιοποίησης, ο κύκλος της «απελευθέρωσης», διήρκεσε από αρχές της δεκαετίας του 1980 έως την διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009. Συνδέθηκε με την σταδιακή άρση των εμπορικών φραγμών στην Κίνα και άλλες μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς και μια άνευ προηγουμένου διεθνή οικονομική συνεργασία, συμπεριλαμβανομένης της ενσωμάτωσης του πρώην σοβιετικού μπλοκ. Η απελευθέρωση αντιπροσώπευε το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του εμπορίου εκείνη την περίοδο και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, που ιδρύθηκε το 1995, έγινε ένας νέος πολυμερής επόπτης των εμπορικών συμφωνιών, των διαπραγματεύσεων και της επίλυσης διαφορών. Οι διασυνοριακές ροές κεφαλαίων αυξήθηκαν, αυξάνοντας την πολυπλοκότητα και την διασύνδεση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά η έλλειψη επαρκούς εποπτείας συνέβαλε στην κρίση.
Η «επιβράδυνση της παγκοσμιοποίησης» που ακολούθησε την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση χαρακτηρίστηκε από βραδύτερη επέκταση του διασυνοριακού δανεισμού και του εμπορίου, και είναι ένας νέος κύκλος ο οποίος συνεχίζεται έως σήμερα.
Οι Συνέπειες της Παγκοσμιοποίησης
Οικονομικά, η παγκοσμιοποίηση περιλαμβάνει αγαθά, υπηρεσίες, δεδομένα, τεχνολογία, και τους οικονομικούς πόρους της εργασίας και του κεφαλαίου. Η επέκταση των παγκόσμιων αγορών απελευθέρωσε τις οικονομικές δραστηριότητες της ανταλλαγής αγαθών και κεφαλαίων. Η άρση των διασυνοριακών εμπορικών φραγμών κατέστησε πιο εφικτή την διαμόρφωση παγκόσμιων αγορών. Η πρόοδος στις μεταφορές, όπως η ατμομηχανή, το ατμόπλοιο, και αργότερα η μηχανή τζετ και τα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, και οι εξελίξεις στις τηλεπικοινωνιακές υποδομές όπως ο τηλέγραφος, το Διαδίκτυο, τα κινητά τηλέφωνα και τα smartphones, υπήρξαν σημαντικοί παράγοντες στην παγκοσμιοποίηση και έχουν δημιουργήσει περαιτέρω αλληλεξάρτηση των οικονομικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων σε όλο τον κόσμο. Η μετανάστευση αποτελεί επίσης μια σημαντική πτυχή της παγκοσμιοποίησης που σε μεγάλο βαθμό προκαλείται από τις ευρείες διαφορές στο βιοτικό επίπεδο μεταξύ των χωρών και επηρεάζεται από τις κρατικές πολιτικές.
Για τους υπέρμαχους της παγκοσμιοποίησης η επέκταση των παγκόσμιων αγορών και η απελευθέρωση της ανταλλαγής αγαθών και κεφαλαίων είναι η βάση της ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας. Ωστόσο, η παγκοσμιοποίηση συνδέεται με μεγάλες οικονομικές αναστατώσεις, αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου μεταξύ αναπτυσσομένων και αναπτυγμένων οικονομιών, αλλά και αναδιανομή εντός των αναπτυγμένων οικονομιών, με τους εργαζομένους να θίγονται και τους κατόχους του κεφαλαίου να ωφελούνται. Η παγκοσμιοποίηση δημιουργεί ωφελημένους και χαμένους και συμβάλλει στην αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου υπέρ των οικονομικά ισχυρών.
Οι «Κύκλοι της Παγκοσμιοποίησης», η Ευρώπη, και η Ελληνική Οικονομία
Στα διακόσια χρόνια της σύγχρονης ιστορίας της, η Ελλάδα επηρεάστηκε από όλους τους κύκλους της παγκοσμιοποίησης.
Την εποχή που το ελληνικό κράτος προσπαθούσε να κάνει τα πρώτα του βήματα, βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη ο πρώτος κύκλος της παγκοσμιοποίησης ο οποίος ξεκίνησε μετά το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων, επιταχύνθηκε από τα μέσα του 19ουου αιώνα και έφθασε στο τέλος του με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Ελλάδα υιοθέτησε ευθύς εξαρχής το διεθνές νομισματικό σύστημα της εποχής, αρχικά τον κανόνα αργύρου και κατόπιν τον διμεταλλισμό. Συνήψε διεθνή δάνεια και αργότερα ίδρυσε την Εθνική Τράπεζα, κατά τα πρότυπα της Τράπεζας της Αγγλίας, ως μια μικτή εκδοτική και εμπορική τράπεζα η οποία δραστηριοποιείτο και διεθνώς.
Το εμπόριο της χώρας συνδέθηκε με το εξωτερικό από πολύ νωρίς, ήδη από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας. Το εξωτερικό ισοζύγιο ήταν σχεδόν μόνιμα παθητικό, καθώς η Ελλάδα είχε πολύ μεγαλύτερες εισαγωγές από εξαγωγές, παρουσιάζοντας ένα διαρκές έλλειμμα στο εμπορικό της ισοζύγιο. Ένα μεγάλο μέρος αυτού χρηματοδοτείτο από άδηλους πόρους, κυρίως από τη ναυτιλία αλλά και εισαγωγές κεφαλαίων από τους Έλληνες της διασποράς. Μετά την δεκαετία του 1890 απέκτησαν μεγάλη σημασία και τα μεταναστευτικά εμβάσματα, από τους Έλληνες που είχαν αρχίσει να μεταναστεύουν στις ΗΠΑ.
Η σημασία του διεθνούς εμπορίου ήταν πάντως μεγάλη. Όχι μόνο συνέβαλλε στην αντιμετώπιση του επισιτιστικού προβλήματος της χώρας, αλλά ταυτόχρονα αποτελούσε πηγή ανάπτυξης της ελληνικής γεωργίας και την πλέον αξιόπιστη πηγή εσόδων για τα δημόσια ταμεία. Τα έσοδα των τελωνείων αποτελούσαν διαχρονικά ένα σημαντικό ποσοστό των δημοσίων εσόδων.
Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού εξωτερικού εμπορίου αφορούσε γεωργικά προϊόντα. Λόγω του ασήμαντου μεγέθους της ελληνικής βιομηχανίας, τα περισσότερα βιομηχανικά προϊόντα εισάγονταν. Επίσης, υπήρχαν μεγάλες εισαγωγές σιτηρών.
Εκτός από γεωργικά προϊόντα, η Ελλάδα εξήγαγε και ορυκτά μεταλλεύματα, που προς το τέλος του 19ου αιώνα πλησίαζαν το 1/5 της συνολικής αξίας των εξαγωγών. Το 1866 εξάγεται για πρώτη φορά μόλυβδος, προϊόν των ορυχείων του Λαυρίου, και μέχρι το 1873 η αξία των εξαγωγών μολύβδου διπλασιάζεται. Άλλα ορυκτά που εξάγονταν, ήταν το μαγγάνιο, η σμύριδα της Νάξου και η θηραϊκή γη. Από την άλλη, οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων αντιπροσώπευαν πολύ μικρό ποσοστό του συνόλου των εξαγωγών.
Στο πλαίσιο του πρώτου κύκλου της παγκοσμιοποίησης του 19ου αιώνα, η Ελλάδα λειτούργησε ως κόμβος του διεθνούς εμπορίου μεταξύ της δυτικής Ευρώπης, της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και της Ρωσίας. Λόγω του διεθνούς εμπορίου αναπτύχθηκαν και μια σειρά πόλεις με φυσικά λιμάνια, όπως η Ερμούπολη της Σύρου (το πιο σημαντικό εμπορικό διαμετακομιστικό κέντρο έως το 1865), ο Πειραιάς (που σταδιακά εξελίχθηκε στο επίκεντρο του ελληνικού εμπορίου και αργότερα της βιομηχανίας) και η Πάτρα (το λιμάνι εξαγωγής της σταφίδας).
Αυτές οι πόλεις-λιμάνια, εμπορικά κέντρα και σημεία συγκέντρωσης των πρώτων βιομηχανικών μονάδων, αναδείχθηκαν στα σπουδαιότερα αστικά κέντρα του Ελληνικού Βασιλείου στον 19οο αιώνα, μαζί βέβαια με τη νέα πρωτεύουσα, την Αθήνα.
Σημαντική ήταν επίσης η επίπτωση του πρώτου κύκλου της παγκοσμιοποίησης και για τη μετανάστευση. Λόγω και της οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1890, μεγάλος αριθμός Ελλήνων μετανάστευσε προς τις ΗΠΑ. Αυτοί ήταν ένα μικρό μέρος των περίπου 60 εκατομμυρίων Ευρωπαίων οι οποίοι μετακινήθηκαν στον πλούσιο σε πόρους και φτωχό σε πληθυσμό «νέο κόσμο» μεταξύ του 1820 και του 1913. Τα τρία πέμπτα των Ευρωπαίων μεταναστών, και σχεδόν το σύνολο των Ελλήνων, κατευθύνθηκαν στις ΗΠΑ. Υπολογίζεται ότι μεταξύ του 1890 και του 1914 μετανάστευσαν από την Ελλάδα περίπου 350.000 νέοι, στην συντριπτική τους πλειοψηφία άρρενες. Ο αριθμός αυτός αποτελούσε περίπου το ένα έβδομο του ελληνικού πληθυσμού κατά την περίοδο εκείνη.
Αιτία αυτής της μετανάστευσης στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ήταν οι μεγάλες διαφορές των πραγματικών μισθών και η μείωση του κόστους και των κινδύνων των μεγάλων ταξιδιών, σε συνδυασμό με την απουσία περιορισμών στη μετανάστευση από τις χώρες του «νέου κόσμου», όπως οι ΗΠΑ. Η μεγάλη μετανάστευση οδήγησε σταδιακά και σε αύξηση των πραγματικών μισθών στην Ελλάδα, λόγω της μείωσης της προσφοράς εργασίας και συνακόλουθα της ανεργίας, αλλά και σε μείωση της πραγματικής απόδοσης των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, του συμπληρωματικού προς της εργασία παραγωγικού συντελεστή.
Μέρος της προσαρμογής της Ελλάδας στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης ήταν και το ελληνικό νομισματικό σύστημα, το οποίο βασίστηκε στον άργυρο, σύμφωνα με τα παγκόσμια πρότυπα της εποχής. Μόνο σε εποχές μεγάλων δημοσιονομικών διαταραχών εγκαταλείφθηκε στην Ελλάδα η μεταλλική μετατρεψιμότητα του νομίσματος, η οποία αποτελούσε την βάση του τότε διεθνούς νομισματικού συστήματος. Μετά δε την πτώχευση του 1893 και την ήττα του 1897, η κηδεμονία του ελληνικού νομισματικού και δημοσιονομικού συστήματος από τους ξένους πιστωτές επισημοποιήθηκε μέσω της Διεθνούς Επιτροπής Οικονομικού Ελέγχου. Αυτή υποχρέωσε την Ελλάδα να προσαρμόσει τα δημοσιονομικά της ελλείμματα και να επιδιώξει την ανατίμηση της δραχμής, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εισδοχή της στον διεθνή κανόνα χρυσού, ο οποίος είχε στο μεταξύ καθιερωθεί ήδη από το 1879.
Όταν το 1910 η δραχμή κατέστη μέρος του διεθνούς κανόνα χρυσού, οι καλύτερες μέρες αυτού του διεθνούς νομισματικού συστήματος ήταν ήδη παρελθόν. Το πρώτο μεγάλο κύμα παγκοσμιοποίησης που δημιουργήθηκε κατά τον 19οο αιώνα κατέρρευσε με την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και το ίδιο συνέβη και με τον διεθνή κανόνα χρυσού. Ωστόσο, η Ελλάδα, με την βοήθεια των συναλλαγματικών περιορισμών, διατήρησε την επίφαση του κανόνα χρυσού τόσο κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων όσο και κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έως το 1919.
Με την κλιμάκωση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η διατήρηση του συστήματος του κανόνα χρυσού ήταν αδύνατη έστω και προσχηματικά. Οι ξένοι πιστωτές αρνήθηκαν να παράσχουν νέα δάνεια, οι δυνάμεις της «Συνεννόησης» αρνήθηκαν να τηρήσουν τις υποσχέσεις για χρηματοδοτική βοήθεια προς την Ελλάδα μετά το πέρας του πολέμου και ο δρόμος της νομισματικής χρηματοδότησης και των αναγκαστικών δανείων από το εσωτερικό ήταν ο μόνος που απέμενε για την χρηματοδότηση της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Μετά τη μακρά περίοδο νομισματικής και πολιτικής αστάθειας που ακολούθησε τη μικρασιατική καταστροφή, οι ξένοι πιστωτές της χώρας, για μια ακόμη φορά, την υποχρέωσαν να επιδιώξει την συμμετοχή της στον διεθνή κανόνα χρυσού-συναλλάγματος, του νέου συστήματος που επιχειρήθηκε να επιβληθεί διεθνώς στην περίοδο του μεσοπολέμου. Η υιοθέτηση του κανόνα χρυσού-συναλλάγματος θεωρήθηκε την εποχή εκείνη ως η ενδεδειγμένη λύση στη μεγάλη διεθνή νομισματική αστάθεια που είχε επικρατήσει μετά το πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην περίπτωση της Ελλάδας συνέδεσαν τη χορήγηση ενός δανείου για την αποκατάσταση των προσφύγων, μέσω της Κοινωνίας των Εθνών, με την υποχρέωση συμμετοχής στον κανόνα χρυσού-συναλλάγματος, αλλά και με την ίδρυση το 1928 μιας ανεξάρτητης, αμιγώς εκδοτικής τράπεζας, της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ωστόσο, οι προσπάθειες νομισματικής σταθεροποίησης μέσω του κανόνα χρυσού-συναλλάγματος απέτυχαν τόσο διεθνώς όσο και στην περίπτωση της Ελλάδας, λόγω και του ξεσπάσματος της μεγάλης διεθνούς ύφεσης των αρχών της δεκαετίας του 1930. Παρά τη νομισματική αστάθεια που ακολούθησε τη μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του 1930 και την τέταρτη ελληνική «πτώχευση» του 1932, η δραχμή συνδέθηκε με τα ισχυρότερα νομίσματα της εποχής, και, έως την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η χώρα κατόρθωσε να διατηρήσει σχετική οικονομική και νομισματική σταθερότητα με την βοήθεια περιορισμών στο διεθνές εμπόριο και την κίνηση κεφαλαίων. Άλλωστε ο προστατευτισμός επικράτησε διεθνώς κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1930 και ήταν ένας από τους κυριότερους λόγους για τη μεγάλη καθυστέρηση της ανάκαμψης της διεθνούς οικονομίας.
Μετά την λήξη του Β΄ Παγκοσμίου και του εμφυλίου πολέμου, η Ελλάδα εντάχθηκε σύντομα στο νέο διεθνές σύστημα που δημιουργήθηκε, έχοντας συμμετάσχει ήδη από το 1944 στην κρίσιμη σύνοδο του Bretton Woods που καθόρισε τη μεταπολεμική αρχιτεκτονική της παγκόσμιας οικονομίας. Παρά το ότι μετά την απελευθέρωση από την τριπλή κατοχή το 1944 ακολούθησε μια νέα περίοδος μεγάλης νομισματικής και οικονομικής αστάθειας, συνέπεια της κατάρρευσης των παραγωγικών, δημοσιονομικών και νομισματικών υποδομών της χώρας, καθώς και της κλιμάκωσης του εμφυλίου πολέμου από το 1946, η Ελλάδα ξεκίνησε ήδη από την περίοδο του εμφυλίου την προσπάθεια ανασυγκρότησης της οικονομίας.
Στην αρχική προσπάθεια ανασυγκρότησης, η Ελλάδα είχε το πλεονέκτημα σημαντικής διεθνούς οικονομικής βοήθειας μέσω του Σχεδίου Marshall, του αμερικανικού σχεδίου οικονομικής βοήθειας από το οποίο επωφελήθηκαν όλες σχεδόν οι οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης.
Η Ελλάδα υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας, της GATT, καθώς και του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας, ο οποίος διαχειρίστηκε τη βοήθεια του σχεδίου Marshall και μετεξελίχθηκε στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 η Ελλάδα υπέγραψε συμφωνία σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, στην οποία εντάχθηκε ως δέκατο μέλος το 1981. Η συμμετοχή στην διεθνή οικονομία και τους διεθνείς οικονομικούς θεσμούς υπήρξε συνεπώς κεντρική επιλογή για την Ελλάδα και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η δραχμή συμμετείχε στο σύστημα σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods, διατηρώντας σταθερή ισοτιμία έναντι του δολαρίου για περίπου είκοσι χρόνια. Μετά την κατάρρευση του συστήματος το 1972, η δραχμή αποσυνδέθηκε από το δολάριο, και η νομισματική πολιτική της Ελλάδας ανεξαρτητοποιήθηκε. Στην δεκαετία του 1980, όταν οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης οικοδομούσαν το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα, η δραχμή παρέμεινε σε πορεία ελεύθερης πτώσης καθώς η Ελλάδα υιοθέτησε ένα σύστημα ταχείας διολίσθησης της ισοτιμίας της δραχμής και περιοδικών εφάπαξ υποτιμήσεων, προκειμένου να στηρίξει την διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Ωστόσο, αυτή η πολιτική κατέληξε στην διατήρηση ενός ποσοστού πληθωρισμού σημαντικά υψηλότερου από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι που, σε συνδυασμό με την έκρηξη του δημοσίου χρέους, αποσταθεροποίησε την ελληνική οικονομία.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, και μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ευρώπη, δημιουργήθηκε ένα δεύτερο κύμα της μεταπολεμικής παγκοσμιοποίησης που είχε ξεκινήσει δειλά από τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Για την Ελλάδα ήταν η περίοδος κατά την οποία εγκατέλειψε τους πειραματισμούς της δεκαετίας του 1980 και ξεκίνησε την προσπάθεια συμμετοχής της στα νομισματικά και δημοσιονομικά τεκταινόμενα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτό το δεύτερο κύμα παγκοσμιοποίησης έλαβε χώρα μέσω των θεσμών της Ε.Ε. και ιδιαίτερα μέσω της απελευθέρωσης της κίνησης κεφαλαίων που ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την συμμετοχή της στην ευρωζώνη.
Μετά μια δεκαετή προσπάθεια προσαρμογής, η δραχμή αντικαταστάθηκε με το ευρώ, με την πλήρη ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη. Ωστόσο, η υιοθέτηση του ευρώ πραγματοποιήθηκε χωρίς να έχουν αντιμετωπιστεί στην ρίζα τους ούτε οι μεγάλες δημοσιονομικές ανισορροπίες, ούτε και το πρόβλημα της χαμηλής και επιδεινούμενης διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Αυτός ήταν και ο κυριότερος λόγος που η αρχική περίοδος της οικονομικής ευφορίας συνοδεύθηκε από μεγάλες ανισορροπίες στο εξωτερικό ισοζύγιο οι οποίες, μετά την εκδήλωση της μεγάλης διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης και ύφεσης του 2008-2009, οδήγησαν στην κρίση του 2010 και την περίοδο της «μεγάλης καθίζησης», 2010-2016.
Κατά συνέπεια, η νεότερη Ελλάδα, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, ήταν πάντα ενταγμένη στο ευρύτερο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομίας. Τι οικονομικές επιπτώσεις, όμως, είχε η συμμετοχή της χώρας στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης; Θα περιοριστούμε στη μεταπολεμική παγκοσμιοποίηση για την οποία υπάρχουν σχετικά επαρκή στοιχεία.
Από περίπου 5% του ΑΕΠ το 1951, ο μέσος όρος εισαγωγών και εξαγωγών σχεδόν εξαπλασιάστηκε στο 30% περίπου το 2000, λίγο πριν από την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ. Αυτό επέτρεψε στην Ελλάδα να επιδιώξει μεγαλύτερη εξειδίκευση στην παραγωγή, εκμεταλλευόμενη τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, καθώς και εξωτερικές και εσωτερικές οικονομίες κλίμακας, παράγοντες που συντελούν σε μεγαλύτερη παραγωγική αποτελεσματικότητα και υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Επιπλέον οδήγησε σε αύξηση της οικονομικής ευημερίας, επιτρέποντας στους Έλληνες καταναλωτές ένα καταναλωτικό πρότυπο το οποίο υπό άλλες συνθήκες δεν θα ήταν εφικτό.
Αν σκεφθεί κανείς ότι η σημασία του διεθνούς εμπορίου στην παγκόσμια οικονομία τα τελευταία 60 χρόνια σχεδόν τριπλασιάστηκε, το γεγονός ότι στην Ελλάδα σχεδόν εξαπλασιάστηκε, υποδεικνύει ότι η Ελλάδα άνοιξε την οικονομία της στις διεθνείς συναλλαγές πολύ ταχύτερα από τις υπόλοιπες οικονομίες. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στην ένταξη της χώρας στην Ε.Ε., η οποία οδήγησε στην πλήρη απελευθέρωση του εμπορίου με τα κράτη-μέλη, τα οποία και αποτελούν τους σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδος.
Η Ελλάδα όχι μόνο εξάλειψε τα εμπόδια στο εμπόριο με τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά υιοθέτησε και τους σχετικά χαμηλούς δασμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο, εξάλειψε τα εμπόδια στη μετανάστευση, τουλάχιστον σε σχέση με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και απελευθέρωσε τις κινήσεις κεφαλαίου.
Επιπλέον, ως περιφερειακή χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε σημαντικές εισροές από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, τόσο από τα διαρθρωτικά ταμεία, όσο και λόγω της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής.
Η χώρα επωφελήθηκε οικονομικά μέσω μεταβιβάσεων από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), των Μεσογειακών Προγραμμάτων, και των διαρθρωτικών ταμείων, αν και οι μεταβιβάσεις αυτές είχαν και δυσμενείς οικονομικές παρενέργειες, αμβλύνοντας τα κίνητρα για εγχώριες αποταμιεύσεις και επενδύσεις. Επιπλέον, η συμμετοχή στην ΕΟΚ οδήγησε σε προσαρμογές της ελληνικής οικονομίας και των θεσμών της. Ωστόσο, η οικονομική προσαρμογή και η εισαγωγή μεταρρυθμίσεων ήταν εξαιρετικά αργή.
Η πολιτική πριν από την ένταξη στην ΕΟΚ ήταν ότι η προσαρμογή και οι μεταρρυθμίσεις θα ολοκληρώνονταν μετά την πλήρη ένταξη. Η πολιτική στην δεκαετία του 1980 ήταν ότι προτεραιότητα ήταν ο «σοσιαλιστικός μετασχηματισμός» και ότι η προσαρμογή και οι μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να περιμένουν. Αποτέλεσμα ήταν η κρίση στην σχέση με την ΕΟΚ στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, και η συνακόλουθη αλλαγή πολιτικής.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι μεταρρυθμίσεις και η προσαρμογή στην δεκαετία του 1990 αποδείχθηκαν ανεπαρκείς και ατελέσφορες. Ακολούθησαν η «ευφορία» και ο «εφησυχασμός» της δεκαετίας του 2000, μετά την ένταξη στην ευρωζώνη και την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης, και η «μεγάλη καθίζηση» της δεκαετίας του 2010, μετά την διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση της περιόδου 2008-2009 και την κρίση χρέους του 2010.
Παρά τα μεγάλα πολιτικά, κοινωνικά και γεωπολιτικά πλεονεκτήματα της ένταξης στην Ε.Ε., λόγω ακριβώς των αδυναμιών προώθησης των απαιτούμενων οικονομικών μεταρρυθμίσεων και προσαρμογών, η πορεία της ελληνικής οικονομίας μετά την ένταξη στην Ε.Ε. το 1981 υπήρξε ιδιαίτερα απογοητευτική, ιδιαίτερα σε σύγκριση με την προηγούμενη τριακονταετία.
Είναι κατά συνέπεια προφανές ότι δεν ήταν όλες οι επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης και της ένταξης στην Ε.Ε. θετικές για την ελληνική οικονομία. Η μείωση της δασμολογικής προστασίας μετά την ένταξη στην Ε.Ε., η απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων στις αρχές της δεκαετίας του 1990, και η ένταξη στην ευρωζώνη με μεγάλες δημοσιονομικές ανισορροπίες και χαμηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα είχαν και σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις: την αποβιομηχάνιση, τα υψηλά πραγματικά επιτόκια της δεκαετίας του 1990 και την αποσταθεροποίηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μετά την ένταξη στην ευρωζώνη η οποία οδήγησε στη «μεγάλη οικονομική καθίζηση» της δεκαετίας του 2010. Η σύγκρουση των επιλογών της εγχώριας πολιτικής με τις απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης, αλλά και οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε αυτό.
Η «επιβράδυνση της παγκοσμιοποίησης» που παρουσιάζεται μετά το 2010 δεν αναμένεται να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία. Η προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας στα δεδομένα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης υπήρξε λιγότερο επιτυχής, τόσο κατά τον 19ο αιώνα όσο και μετά την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Λόγω των διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας, των δημοσιονομικών ανισορροπιών και της χαμηλής διεθνούς της ανταγωνιστικότητας, η ελληνική οικονομία δεν κατόρθωσε να ανταπεξέλθει με επιτυχία στις απαιτήσεις του ελεύθερου διεθνούς εμπορίου και της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων ούτε κατά τον 19ο αιώνα, αλλά ούτε και μετά την ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το μεγάλο διακύβευμα παραμένει η προώθηση εγχώριων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσουν την παραγωγικότητα και την διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται με μεγαλύτερη επιτυχία στα ευρωπαϊκά και τα διεθνή δεδομένα.
——————————————————————–
Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο τεύχος Οκτωβρίου – Νοεμβρίου 2023 του Policy Journal.