Μπορεί ο Χριστός σύμφωνα με τις ευαγγελικές περικοπές να απάντησε με πολύ συγκεκριμένο τρόπο για τις σχέσεις σεβασμού προς τον Θεό και τις υποχρεώσεις απέναντι στην κοσμική εξουσία με το περίφημο «τα του Θεού τω Θεώ και τα του Καίσαρος τω Καίσαρι» , αλλά αυτό το αξίωμα δεν δίνει λύση στις εμπλοκές με την Αρχιεπισκοπή Αμερικής. Τουλάχιστον την εποχή που αυτή κυβερνάται από τον Επίσκοπο Ελπιδοφόρο. Και τούτο οφείλεται πέραν των όποιων προσωπικών του παρεμβάσεων και τα αποτελέσματα που αυτές φέρουν ή τις προσωπικές του φιλοδοξίες που μπορεί να δημιουργούν επιπλέον εμπλοκές σε δύο πάγια ζητήματα .
Το πρώτο ότι η Ελληνική Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αμερικής εντάσσεται απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Και ως γνωστόν, το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης αποδίδει τιμές και υπόκειται στην πολιτειακή και πολιτική ηγεσία της Τουρκίας. Άρα σε εθιμοτυπικό επίπεδο, που είναι και το πιο απλό ζήτημα, ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος Αμερικής υποδέχεται με σεβασμό και υποκλίνεται στην ηγεσία της Τουρκίας είτε πρόκειται για παρουσία Ερντογάν στην Αμερική είτε του υπουργού Εξωτερικών, αλλά και σε κάθε συναφή περίπτωση. Επίσης, όταν καλείται μαζί με τους επικεφαλής των άλλων δογμάτων ή εκκλησιών που έχουν βάση στην Τουρκία, είναι υποχρεωμένος να προσέρχεται και να υποβάλει τα σέβη του. Κάτι τέτοιο δεν έχει αντιστοιχία, για παράδειγμα, με όσα συμβαίνουν στην περίπτωση άλλων ιστορικών Πατριαρχείων και τις πολιτικές ηγεσίες, ούτε και με επιτόπου Αρχιεπισκοπές, με δεδομένο ότι ένα είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο και σχεδόν μοναδικές οι προβληματικές, ιστορικά, σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας.
Πέραν των παραπάνω και μιλώντας για την Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία της Αμερικής, αυτή έχει βάθος ιεραρχίας, νέες ενορίες, ισχυρό και εύπορο ποίμνιο πιστών, που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στις ΗΠΑ, διατηρώντας φυσικά την Ελληνική τους καταγωγή. Είναι ομογενείς δεύτερης, τρίτης και τέταρτης γενιάς. Και στην Εκκλησία τους στην Αρχιεπισκοπή Αμερικής δεν τους δίδεται η ευκαιρία της αυτοδιοίκησης, από εγχώριους Αμερικανούς πολίτες Ιεράρχες, προερχόμενους από τις 9 Μητροπόλεις τους με τις 540 ενορίες, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με την Ελλαδική Εκκλησία τουλάχιστον στα εδάφη της που δεν χαρακτηρίζονται ως «νέες χώρες» έναν και πλέον αιώνα μετά την ενσωμάτωσή τους στο εθνικό ανεξάρτητο κράτος των Ελλήνων.
Και τα ζητήματα θα ήταν πιο απλά στην περίπτωση που είχαμε δομές όπως αυτές που ίσχυαν μέχρι το 1908, όταν η Αρχιεπισκοπή των Ελλήνων Ορθοδόξων Αμερικής εντασσόταν στην Εκκλησία της Ελλάδας. Αλλά δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η εθνικότητα, δηλαδή, δεν συμπίπτει ούτε ως προς την «μητέρα» ούτε ως προς την νέα πατρίδα, σχετικά με την επίβλεψη της διοίκησης των ενοριών, ενώ η ομογένεια υπόκειται ως προς τις οργανώσεις της σε αυτήν την εθνική ταύτιση.
Μιλώντας με ιστορικά στοιχεία, την πρώτη ελληνική κοινότητα Ορθοδόξων στις ΗΠΑ την συναντούμε το 1864 στη Νέα Ορλεάνη της Λουϊζιάνας. Το 1892 ιδρύεται η πρώτη Αρχιεπισκοπή με έδρα πλέον την Νέα Υόρκη. Η «Ελληνική Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής» συστάθηκε το 1921 και την επόμενη, μοιραία για τον Ελληνισμό χρονιά, αναγνωρίσθηκε τυπικά από τις αμερικανικές Αρχές. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης, μετά την μικρασιατική καταστροφή, όταν το Πατριαρχείο έχασε ποίμνιο και πόρους, αλλά διατήρησε την έδρα του στο Φανάρι και περιουσιακά στοιχεία ως θρησκευτικό ίδρυμα στη Νομαρχία Κωνσταντινουπόλεως και μόνον, καθεστώς που ισχύει μέχρι και σήμερα, ενέταξε για προφανείς σκοπούς την Ελληνορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αμερικής στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Σε σχέση με την Αρχιεπισκοπή Αμερικής και την πορεία της στον χρόνο, τον προηγούμενο πλέον, 20ο αιώνα, κρίσιμο και καθοριστικό ρόλο είχε η εμβληματική παρουσία του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου (Κουκούζη, 14 Φεβρουαρίου 1959-Ιούλιος 1996) τόσο ως προς την ανάπτυξη, την ισχύ, και την συγκρότηση της Ελληνορθόδοξης Αμερικανικής Εκκλησίας όσο και σε σχέση με την ενίσχυση των εθνικών παροικιών με λογική λόμπι, διατηρώντας στενούς δεσμούς στήριξης με την ελληνική ηγεσία και διπλωματία προσέχοντας, φυσικά, τους δέοντες συσχετισμούς τόσο με το Φανάρι όσο και με την ηγεσία στην Άγκυρα. Τις δεκαετίες του Ιακώβου οι σχέσεις της Ελλάδας και της Κύπρου με τις ΗΠΑ πέρασαν πολλές δοκιμασίες και αναστατώσεις, και η συμβολή της Εκκλησίας στην Αμερική αλλά και τα λόμπι πολιτικής και οικονομικής επιρροής στα κέντρα αποφάσεων της Ουάσιγκτον είχαν σπουδαία συμβολή. Ο Ιάκωβος είχε ως φιλοδοξία να συγκροτήσει τελικά μια ανεξάρτητη και ισχυρή ελληνορθόδοξη ομογένεια, με αυτοτέλεια Αυτοκέφαλης Αρχιεπισκοπής Αμερικής από το Φανάρι, ενώ σε ιδιαίτερες συναντήσεις του δεν έκρυβε και το όραμά του για την ανακήρυξη Πατριαρχείου στην Αμερική. Το πρώτο στον «νέο κόσμο». Φυσικά, τέτοιες σκέψεις αλλά και η διάθεση αυτονομίας που επιδείκνυε πολύ συχνά τον έφερε σε σύγκρουση και διελκυστίνδα εντάσεων με το Οικουμενικό στην Κωνσταντινούπολη. Ως αποτέλεσμα, το 1996, σε μεγάλη ηλικία πλέον και ασθενής, ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος εξωθείται σε παραίτηση (πέθανε το 2005) και στο αξίωμά του τον διαδέχεται ο εκ του στενού κύκλου του Φαναρίου, Σπυρίδων (Παπαγεωργίου, 30 Ιουλίου 1996 – 19 Αυγούστου 1999). Ο νέος, υπέργηρος Αρχιεπίσκοπος «προθύμως» εκτέλεσε τις οδηγίες του Φαναρίου για διάσπαση της Αρχιεπισκοπής Αμερικής σε τέσσερις ενότητες. Στην Αρχιεπισκοπή Αμερικής (με επικράτεια τις ΗΠΑ), την Αρχιεπισκοπή του Καναδά, και εκείνες της Κεντρικής και Νοτίου Αμερικής αντίστοιχα. Ο σκοπός προφανής, να αυξήσει τον έλεγχό του στην ήπειρο και να διακόψει κάθε όνειρο για αυτοτελές πατριαρχείο στην αμερικανική ήπειρο. Για μια ακόμη φορά ακούσθηκε το γνωστό: ότι αποτελεί ζωτικό ζήτημα για το Οικουμενικό Πατριαρχείο να έχει υπό την καθοδήγηση του την Αμερική προκειμένου να διαθέτει κρίσιμους πόρους και ποίμνιο.
Τον Σπυρίδωνα διαδέχθηκε στην Αρχιεπισκοπή ο Δημήτριος (Τρακατέλλης, 19 Αυγούστου 1999 – 11 Μαΐου 2019). Ένας χαμηλών τόνων ιεράρχης, ιδιαίτερα αποδεκτός και από την αμερικανική ηγεσία αλλά και την ομογένεια, που δεν δημιούργησε ζητήματα με την Ελλάδα, χωρίς να προκαλεί εντάσεις και με την Τουρκία. Από ένα σημείο, όμως, και μετά έχασε τον έλεγχο, ειδικά των οικονομικών, και με αφορμή την κακοδιαχείριση εκατοντάδων εκατομμύριων δολαρίων για την ανοικοδόμηση του εμβληματικού ναού του Αγ. Νικολάου στο «σημείο μηδέν» στην βάση των «δίδυμων πύργων» που επλήγησαν κατά την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου2001, και μετά από διαπιστώσεις «για συνολική οικονομική, διοικητική, και πνευματική χρεοκοπία» της Αρχιεπισκοπής Αμερικής, οδηγήθηκε σε παραίτηση, σε προχωρημένη ηλικία. Στην συγκυρία εκείνη του 2019, με τις σχέσεις της Ελλάδας και των ΗΠΑ να βρίσκονται ήδη σε τροχιά δομικής αναβάθμισης, κάτι που εξελίχθηκε δυναμικά τα επόμενα χρόνια επί της διακυβέρνησης Μητσοτάκη στην Αθήνα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης και το Φανάρι είχαν την ευκαιρία και την δυνατότητα στις νέες συνθήκες να δώσουν ένα μήνυμα αυτοδιοίκησης στην ευρισκόμενη εν μέσω οικονομικών σκανδάλων και ηθικής απαξίας Αρχιεπισκοπής Αμερικής. Να προκρίνουν, για παράδειγμα, τον ομογενή ανώτατο ιεράρχη, προερχόμενο από την αμερικανική εκκλησία Μητροπολίτη Βοστώνης Μεθόδιο (Γεώργιος Τουρνάς) για την ηγεσία της Αρχιεπισκοπής, ικανοποιώντας ένα παγιωμένο αίτημα και των ελληνικών ομογενειακών οργανώσεων που, με αφετηρία το Σικάγο, είχαν δώσει άλλη δυνατότητα και αποτελεσματικότητα στην θετική επιρροή υπέρ των ελληνικών θέσεων στην Ουάσιγκτον. Οι ΗΠΑ βρίσκονταν στο τέλος της προεδρίας Τραμπ, με τον πολύ οικείο στην ομογένεια και την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία της Αμερικής, Τζο Μπάιντεν, να διαφαίνεται ως ο κυρίαρχος για το χρίσμα των Δημοκρατικών και φαβορί για τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές. Για την ομογένεια, φυσικά, αλλά και για τον σεβασμό της αμερικανικής ηγεσίας στην Ελληνορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αμερικής, μικρή ή και καμία διαφορά δεν έχει το αν κυβερνούν οι Ρεπουμπλικάνοι ή οι Δημοκρατικοί.
Το Φανάρι, και σε αυτήν την συγκυρία, δεν έχασε την ευκαιρία και τοποθέτησε τον Αρχιγραμματέα της Συνόδου του, Ελπιδοφόρο, επικεφαλής της αμερικανικής Εκκλησίας. Ένα πρόσωπο πολύ γνωστό στην Ελλάδα ως φοιτητής αλλά και καθηγητής πλέον την περίοδο εκείνη στην Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου στην Θεσσαλονίκη. Σημειωτέον, για ένα εξάμηνο το 2004, είχε διδάξει στην Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στην Βοστώνη. Φιλόδοξος και ανασφαλής τα κύρια χαρακτηριστικά του, ιδεολογικά «δεσποτικός», θεωρούμενος και ως ενδιαφερόμενος για την διαδοχή του Βαρθολομαίου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Μάλιστα, από κάποιους καλά γνωρίζοντες τα σχετικά, εκδηλωνόταν συνήθως η εκτίμηση ότι η Αρχιεπισκοπή Αμερικής θα αποτελούσε «εφαλτήριο» για να βρεθεί στον Οικουμενικό θρόνο. Ή τουλάχιστον έτσι αντιμετωπιζόταν η Αρχιεπισκοπή Αμερικής από τον ίδιο.
Ο Ελπιδοφόρος από την αρχή έδειξε ιδιαίτερα «κολακευτικός» και θερμά τυπικός στην υποδοχή των Τούρκων επισήμων και στις επαφές μαζί τους. Αυτό σημειώθηκε, σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες από τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών, αλλά αντίστοιχα και από τις Ελληνικές. Κορυφαία στιγμή που κυριολεκτικά εξετέθη, ήταν στα εγκαίνια του περίλαμπρου οικήματος υπό την ονομασία το «Σπίτι της Τουρκίας», τον Σεπτέμβριο του 2021. Εναγκαλιζόμενος και σε ευθυμία με τον Τούρκο πρόεδρο Ερντογάν, την ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών της γείτονος, αλλά και το σημαντικότερο με την παρουσία του Ερσίν Τατάρ επικεφαλής των κατεχομένων στην Β. Κύπρο, κυριολεκτικά εξόργισε τον πρόεδρο Αναστασιάδη τότε, ο οποίος ακύρωσε προγραμματισμένη συνάντηση μαζί του. Ο Ελπιδοφόρος στην συνέχεια εκδήλωσε «μεταμέλεια». Η γενική αντίληψη στην ελληνική διπλωματία συνέχισε να επικεντρώνεται στις προσωπικές φιλοδοξίες του. Οι σχέσεις με την αμερικανική ηγεσία παρέμειναν στο πεδίο της καχυποψίας. Οι αμερικανικές υπηρεσίες εν αρχή προχώρησαν σε διακριτικές συζητήσεις για τυχόν αντικατάστασή του. Ο Ελπιδοφόρος, δεινός φορέας δημοσίων σχέσεων, έκανε ό,τι ήταν δυνατόν να δημιουργήσει μια σχέση αποδοχής από την αμερικανική ηγεσία. Στην τροχιά αυτή εκτιμάται ότι πέραν από το να «κολακεύσει» κάποιους σημαντικούς παράγοντες σε χρήμα και επιρροή στην ομογένεια και την Ουάσιγκτον, πήρε το «ρίσκο» να πραγματοποιήσει χωρίς καμία ενημέρωση του αρμόδιου Μητροπολίτη, το καλοκαίρι του 2022, σε ναό στην Βουλιαγμένη, βάπτιση δύο αγοριών ομόφυλου ζευγαριού ανδρών οικογένειας ομογενών, κάτι απολύτως απαράδεκτο μέχρι και σήμερα για την Ελλαδική Εκκλησία και όχι μόνον. Επρόκειτο περί «σκανδάλου» που προκάλεσε αγανάκτηση στην ιεραρχία, αλλά καλύφθηκε για μια ακόμη φορά από το Φανάρι. Πέραν της οικογένειας των ομογενών, ήταν φανερό ότι ο Ελπιδοφόρος θέλησε να δημιουργήσει ευνοϊκό κλίμα για τον εαυτό του σε κύκλους του Δημοκρατικού κόμματος των ΗΠΑ, που πρωταγωνιστούν στην αναγνώριση τέτοιου τύπου δικαιωμάτων για τους ομόφυλους, υποστηρίζοντας την «gay pride» ατζέντα και τις σχετικές εκδηλώσεις.
Ο Ελπιδοφόρος πράγματι κατόρθωσε να τον αντιμετωπίσουν με καλύτερη διάθεση και σιωπή από την πλευρά της Ουάσιγκτον. Προχώρησε, όμως, σε δομικές αλλαγές στην Αρχιεπισκοπή Αμερικής, που επηρεάζουν συνολικά την συνοχή αλλά και την λειτουργία των ομογενειακών οργανώσεων οι οποίες παραμένουν στενά συνδεδεμένες με την Εκκλησία. Ουσιαστικά πρόκειται για αναθεώρηση του Συντάγματος της Αρχιεπισκοπής Αμερικής, με αλλαγή ρόλων και δομικών στοιχείων στο οργανόγραμμα της εν λόγω Εκκλησίας. Ο Ελπιδοφόρος, στην, ουσία θέλει να αυξήσει τον έλεγχό του στις δράσεις της ομογένειας, να ελέγξει καλύτερα τις δωρεές, τα προγράμματα για τους νεαρούς ομογενείς, και, τελικά, να αποκτήσει πρώτο λόγο στο περίφημο «κλαμπ των 100», μια περισπούδαστη σε χρήμα και επιρροή οργάνωση Ελληνοαμερικανών που συγκρότησε με τα χρόνια και επηρεάζει άμεσα ο γνωστός πρωτοπρεσβύτερος, από την εποχή του Ιάκωβου ακόμη, Αλέξανδρος Καρλούτσος (Father Alex), που φέρει τον τίτλο του Γενικού Αρχιερατικού Επίτροπου, αξίωμα που μεταξύ των άλλων προβλέπεται να καταργηθεί. Αυτοί που κατηγορούν τον Ελπιδοφόρο για τις πρωτοβουλίες του εξηγούν ότι επιθυμεί να έχει παντού πρόσωπα της επιρροής του, να εκμηδενίσει τους άλλους ιεράρχες στις Μητροπόλεις της Αμερικής και να ελέγξει την δυναμική και την οικονομική ισχύ της ομογένειας των Ελλήνων και των Κυπρίων.
Οι εξελίξεις έγιναν πιο περίπλοκες και πιο έντονες προ ελάχιστου χρονικού διαστήματος (Νοέμβριος 2023) όταν η υφυπουργός Εξωτερικών, Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη όχι για επαφές και συναντήσεις με την τουρκική κυβέρνηση αλλά για συζητήσεις με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο και την Ιεραρχία στο Φανάρι για την υπόθεση της Αρχιεπισκοπής Αμερικής. Εκεί, σύμφωνα με διαρροές που ακολούθησαν προκαλώντας ζωηρές εντυπώσεις, η ελληνική διπλωματία εκδήλωσε την ανησυχία της για τα πεπραγμένα του. Ουσιαστικά, δεν επρόκειτο μόνον για μια συνάντηση με τον Πατριάρχη που κράτησε πάνω από μια ώρα, αλλά για τριήμερες συζητήσεις σχετικά. Τα κύρια ζητήματα ανησυχίας της Αθήνας ήταν, όπως ανέφεραν αξιόπιστα δημοσιεύματα στον ελληνικό Τύπο, τα προβλήματα συνοχής στο ποίμνιο της Αμερικής, τα εκπαιδευτικά προγράμματα (γλώσσας, ηθών, και παράδοσης) που διαταράσσονται, η οικονομική κατάσταση στην Αρχιεπισκοπή, η υποτίμηση των Μητροπόλεων της Αρχιεπισκοπής Αμερικής. Ουσιαστικά, η ελληνική διπλωματία ανησυχεί για την διάσπαση και την αποδυνάμωση των ομογενειακών οργανώσεων αλλά και για τυχόν στρατηγική απεθνικοποίησης της ομογένειας από την Ελλάδα και αποδιοργάνωσης των δράσεών της προς τα κέντρα αποφάσεων της Ουάσιγκτον. Σημειωτέον ότι το ελληνικό λόμπι σε συνεργασία και σύγκλιση με το εβραϊκό και το αρμενικό στην Αμερική, την τελευταία δεκαετία περίπου, έχει σημαντικές επιτυχίες υπέρ των ελληνικών συμφερόντων, προτεραιοτήτων, και προσανατολισμών, απέναντι στο πολυδάπανο και πολυσχιδές λόμπι της Τουρκίας στην Ουάσιγκτον προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το «σπίτι της Τουρκίας», όπως σημειώνεται και από τια αμερικανικές υπηρεσίες, αποτελεί το στρατηγείο του τουρκικού λόμπινγκ και ο Αρχιεπίσκοπος Ελπιδοφόρος αποτελεί «επίτιμο καλεσμένο» σε αυτό.
Για πολλές δεκαετίες, μετρούν με αιώνες πλέον, αλλά ειδικά μεταπολεμικά, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως είχε και έναν ρόλο «ομφάλιου λώρου» σύνδεσης Ελλάδας και Τουρκίας και «άμβωνα» υπεράσπισης της δυνατότητας ελληνοτουρκικής φιλίας. Αυτό είχε την σημασία του και για την συνοχή της νοτιανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Τώρα, οι συσχετισμοί και οι προτεραιότητες είναι διαφορετικές. Ελλάδα και Τουρκία σε σχέση με τις ΗΠΑ είναι δυο διαφορετικές χώρες. Η μια «στενός σύμμαχος», και η άλλη «επισφαλής σύμμαχος». Το Πατριαρχείο με τον Οικουμενικό χαρακτήρα του αποτελεί ένα κύριο «ανάχωμα» απέναντι στον εκκλησιαστικό επεκτατισμό της Μόσχας. Όμως, το Φανάρι δεν είναι Βατικανό, και ο περίλαμπρος ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας δεν είναι καθεδρικός της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Όσο για την Ελληνική Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αμερικής, όσο και να σφίγγεται ο «γόρδιος δεσμός» τελικά θα κοπεί, γιατί δεν μπορεί να έχει, εκ των συνθηκών, απλά τον ρόλο του «παγκαριού» του Φαναρίου, υπό Τουρκική «υπόκλιση»._