Γιατί η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ωφελήσει ουσιαστικά κανένα άλλο αριστερό σχήμα*
Η κάθε ήττα είναι η κακιά μητριά των χαμένων ελπίδων όπως η κάθε νίκη είναι η προσηνής μητέρα των προσδοκιών. Δεν θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να αποτελέσει εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα που διέπει το πολιτικό σκηνικό. Κάθε πολιτικό σκηνικό.
Είναι φανερό πως η κοινωνία επιφύλαξε στον ΣΥΡΙΖΑ μια σχεδόν ανεξήγητη ανεκτικότητα επιδεικνύοντας σπάνια αντοχή. Το 2019, το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα άγγιξε -παρά την ήττα του- ένα αξιοσημείωτο 32,53% . Στις εκλογές του Μαΐου του 2023 ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά την εμφανή ιδεολογική παρακμή του, χωρίς ολοκληρωμένη πολιτική πρόταση και με τα στελέχη του να είναι χαμένα στην μετάφραση των αντιφάσεών τους, πέτυχε ένα 20,07% . Παραμένει στο παιγνίδι αλλά δεν αντιλαμβάνεται τον ταχύ ρυθμό της διολίσθησης των ποσοστών του. Στις επαναληπτικές του Ιουνίου, το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης με κόπο συγκεντρώνει ένα 17,83%.
Είναι ηλίου φαεινότερο πως ο Αλέξης Τσίπρας θα απέφευγε να παρακολουθήσει την παρακμιακή πορεία του κόμματος το οποίο αυτός προσωπικά και με τις δικές του πολιτικές επιλογές οδήγησε από την εκλογική ανυποληψία ενός χαμηλού μονοψήφιου ποσοστού στην εκλογική νίκη του 2015. Πρόκειται για ζήτημα πολιτικής επιβίωσης. Ο Αλέξης Τσίπρας είναι πολύ νέος για να καταθέσει τα όπλα αρκούμενος στην ιδιότητα του μέλους της ευρύτερης οικογένειας της πολιτικής εφεδρείας του τόπου.
Εγκαταλείπει την ενεργό αρένα της Κουμουνδούρου μεν, παραμένοντας διακριτικά δραστήριος στο παρασκήνιο, και παρακολουθεί την διαδικασία αποσύνθεσης ενός κόμματος εξουσίας το οποίο χωρίς αυτόν ως συνδετική-συγκολλητική ουσία, αδυνατεί να ανταπεξέλθει στο μετατραυματικό σύνδρομο της ήττας.
Ο νέος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Στέφανος Κασσελάκης, και ο πρώην, Αλέξης Τσίπρας, στην συνάντησή τους λίγο μετά τη νίκη του κ. Κασσελάκη στις εσωκομματικές εκλογές για την ανάδειξη νέου αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ. Πηγή: ΣΥΡΙΖΑ
———————————————————————————
Είναι προφανώς δική του επιλογή ο Στέφανος Κασσελάκης. Στην Αμερική όπου διαβιούσε ο υποψήφιος για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ, φέρεται να ήταν σε επαφή με ορισμένα άτομα τα οποία όλα μαζί δεν ανήκουν σε κάποια οντότητα και δεν καλύπτονται από κάποια κοινή πολιτική–ιδεολογική ταυτότητα. Ωστόσο, αυτά τα άτομα, κάποια εκ των οποίων κινήθηκαν στις παρυφές και στην περίμετρο της ελληνικής πολιτικής σκηνής και κάποια άλλα κινούνται δραστήρια στον επιχειρηματικό κόσμο, μέσω ενός δικηγόρου και νυν επιτελικού στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ, προτείνουν τον κ. Κασσελάκη ως ενδιαφέρουσα πρόταση στην τότε ηγεσία της Κουμουνδούρου. Ο Αλέξης Τσίπρας τον συμπεριλαμβάνει στις επιλογές του. Το τοποθετεί στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας. Ο Στέφανος Κασσελάκης αποκτά την ιδιότητα του κομματικού μέλους χωρίς καμία κομματική πείρα. Υιοθετείται αμέσως από τον Παύλο Πολάκη, ο οποίος αναλαμβάνει και την πολιτική του θωράκιση έναντι των εσωκομματικών αναμενόμενων αντιδράσεων. Γύρω του συσπειρώνονται διάφορα στελέχη, κάποια εκ των οποίων βρέθηκαν απομονωμένα, κάποια εκ των οποίων ανήκουν άμεσα στον «προεδρικό κύκλο» του Αλέξη Τσίπρα όπως ο εξάδελφός του, και κάποια εκ των οποίων συνθέτουν την λεγόμενη ομάδα «Νίκου Παππά». Τελικά, οι εσωκομματικές διεργασίες αναδεικνύουν το ακατανόητα αναμενόμενο. Πρόκειται, βεβαίως, για οξύμωρο σχήμα. Πώς είναι δυνατόν κάτι το ακατανόητο να είναι απολύτως αναμενόμενο; Η περίπτωση Κασσελάκη αναδεικνύει συν τω χρόνω, την μη διαγνωσμένη εγκαίρως βασική αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να συγκροτήσει ένα πυρήνα παραγωγής πολιτικής σκέψης η οποία θα κατέληγε στην διατύπωση μιας συγκεκριμένης πειστικής και συνάμα πολιτικά αξιόπιστης πολιτικής πρότασης. Αυτή η μη διαγνωσμένη αδυναμία, ήδη από τις παραμονές των εκλογών του 2019 (για κάποιους αυτή η αδυναμία ίσχυε από αρκετά νωρίτερα), θα κατέληγε αναπόφευκτα στην πυροδότηση μιας παρακμιακής δυναμικής η οποία στην πορεία θα απαξίωνε την ηγετική ομάδα, την πολιτική ελίτ του κόμματος, τα διακεκριμένα στελέχη και τελικά τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα. Η αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα σε συνδυασμό με την ακραία, για ορισμένους, εναλλακτική προώθηση του Στέφανου Κασσελάκη ήταν μια άριστα δοσομετρημένη συνταγή πρόκλησης πολιτικού σοκ. Αυτή η «δοσολογία» είχε τα εξής «ακατανόητα» αποτελέσματα τα οποία, ωστόσο, θα έπρεπε τουλάχιστον για τους πολιτικούς αναλυτές, βλέπε επαγγελματίες καταμετρητές των τάσεων της κοινής γνώμης, να είναι απολύτως αναμενόμενα. Τα ιστορικά στελέχη τα οποία είχαν αποτύχει να εκλεγούν στις δύο προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις αλλά και εκείνα που εξελέγησαν, οι οργανωμένοι πυρήνες της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, οι μηχανισμοί εξισορρόπησης της προεδρικής εξουσίας στο κόμμα, παρασύρθηκαν από τα παλιρροϊκά κύματα της δυναμικής Κασσελάκη και παραδόθηκαν αμαχητί. Η μαγνητική τομογραφία της καμπάνιας Αχτσιόγλου φερ’ ειπείν για την ανάδειξη νέου προέδρου ήταν κλασικό παράδειγμα επιλογής ήττας εξαρχής. Η συγκεκριμένη πολιτικός υπέπεσε στο προπατορικό αμάρτημα πολλών και σοφότερων αυτής. Υποτίμησε τον αντίπαλό της και υπερτίμησε την επιρροή της. Αντιθέτως, ο συνυποψήφιός της Νίκος Παππάς, εξετίμησε την δυναμική Κασσελάκη και αποτίμησε επακριβώς την επιρροή του. Λίγους μήνες μετά, ο Νίκος Παππάς κατάφερε να «κληρονομήσει» την Κουμουνδούρου ή ότι απέμεινε από αυτήν, προκαλώντας την οργή του αδιαφιλονίκητου αναδόχου του Στέφανου Κασσελάκη. Ο Παύλος Πολάκης εν μία νυκτί «απογυμνώθηκε» στην συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής και «παραδόθηκε» στον εσωκομματικό σύμμαχό του, επιβεβαιώνοντας το γνωστό απόφθεγμα πως στην πολιτική δεν υπάρχουν φίλοι παρά μόνον συνένοχοι.
Επιστρέφοντας στα εντός του ΣΥΡΙΖΑ τεκταινόμενα, είναι απαραίτητη η περιγραφή μιας λογικής αρρυθμίας. Συγκεκριμένα, η πολυδιάσπαση που επήλθε στο κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης γέννησε δύο παράδοξα: Η μεν «Νέα Αριστερά» με 11 βουλευτές, παρά τις προσδοκίες, και εβδομάδες μετά την συγκρότησή της σε κοινοβουλευτική ομάδα, δεν κατόρθωσε ή δεν είναι ακόμη σε θέση να συντάξει μια έστω εκδοχή προγραμματικής διακήρυξης με σαφείς προσανατολισμούς και σαφέστερη διάθεση παρέμβαση στα κοινωνικά ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία. Περιορίστηκε να καταγραφεί ως «τάση» και όχι ως «πρόταση». Αποτελούμενη από στελέχη που επί της ουσίας στην πλειοψηφία τους είχαν «ακυρωθεί» από το κύμα στήριξης στον Στέφανο Κασσελάκη, η Νέα Αριστερά ανιχνεύεται στις δημοσκοπήσεις ως άλλη μια αριστερή οντότητα η οποία πλασάρεται στην «ζώνη του λυκόφωτος», δηλαδή κάτω από το 3% που θα της έδινε το δικαίωμα εισόδου στη Βουλή. Βεβαίως, όλα τα παραπάνω κινούνται στον χώρο της θεωρίας αφού οι επόμενες βουλευτικές εκλογές αναμένονται εκτός απρόοπτου σε τρεισήμισι χρόνια. Αλλά επειδή το πολιτικό θέαμα είναι αδηφάγο και πληθωρικό, ήδη οι δημοσκόποι επιχειρούν να προσδιορίσουν προθέσεις και αντιθέσεις, έστω και αν έχουν περάσει μόλις έξι μήνες από τις τελευταίες γενικές εκλογές.
Έτσι, λοιπόν, η «Νέα Αριστερά» με ένα οριακό 2,5% και μια θεωρητική–ερμηνευτική αναγωγή που θα της έδινε δυνητικά ένα 4,5%, χωρίς κομματική δομή και πολιτικό πρόγραμμα, διαθέτει ενδεκαμελή κοινοβουλευτική ομάδα. Διαπιστώνεται, δηλαδή, μια δυσαναλογία μεταξύ πραγματικής επιρροής και πολιτικής εκπροσώπησης.
Όμως, κάτι το ανάλογο συμβαίνει και με το εναπομείναν κομμάτι στην Κουμουνδούρου. Οι δημοσκοπικές τιμές κατά τις πρόσφατες μετρήσεις φέρνουν τον ΣΥΡΙΖΑ σχεδόν παγίως (με μια μόνον εξαίρεση) στην τρίτη θέση πίσω από το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και, πάντως, με ποσοστά τα οποία δεν ξεπερνούν το 13% με 14%, και που σε κάποιες εκ των δημοσκοπήσεων καταδεικνύουν ακόμη και μάχη με το ΚΚΕ για την κατάκτηση της τρίτης θέσης. Κοινοβουλευτικά, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αξιωματική αντιπολίτευση αλλά η πραγματική επιρροή του στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή, έξι μήνες μετά τις εκλογές, είναι φανερά μικρότερη από την κοινοβουλευτική του ισχύ.
Οι δυο αυτές απεικονίσεις της πραγματικής πολιτικής επιρροής στην κοινωνία και της κοινοβουλευτικής παρουσίας των υπαρκτών τάσεων που δημιουργήθηκαν από την διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ προσδιορίζουν και το σοβαρό πολιτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Αριστερά γενικότερα στην Ελλάδα, όσον αφορά εκείνο το κομμάτι της που μέχρι και πρόσφατα διεκδικούσε το ρόλο της «κυβερνώσας Αριστεράς». Με δεδομένο ότι το ΚΚΕ διαδραματίζει πολιτικά και θεσμικά έναν άλλο ρόλο στο πολιτικό σύστημα, σύμφωνα με τον οποίο δεν διεκδικεί ή δεν φαίνεται να διεκδικεί προγραμματικά την εξουσία, οι συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ έχουν εισέλθει σε μια διαδικασία σταδιακής αποστέωσης του πολιτικού λόγου με συνέπεια την απώλεια αξιοπιστίας ακόμη και στην πλέον πιστή δεξαμενή ψηφοφόρων τους. Η αποδόμηση αυτή του ιδεολογικού περιβλήματος της κυβερνώσας Αριστεράς, η οποία βεβαίως άρχισε τμηματικά από την επομένη του Δημοψηφίσματος του 2015 και έλαβε διάφορες μορφές «εγκατάλειψης» του κομματικού κορμού έκτοτε, αυτή η αποδόμηση έχει πλέον λάβει διαστάσεις μαζικής φυγής στελεχών, ψηφοφόρων, συμπαθούντων, και φίλων.
Οι παρατηρητές θα ανέμεναν βεβαίως την μετακίνηση των ψηφοφόρων προς άλλους, φίλιους ή όμορους πολιτικούς χώρους, πέραν μιας κάποιας ενίσχυσης των τάξεων του ΚΚΕ χωρίς να συμβαίνει κάτι το εντυπωσιακό ωστόσο. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αδυνατεί να έλξει ένα ικανό ποσοστό της δεξαμενής ψηφοφόρων, η οποία παραδοσιακά κινείται στην επικράτεια της αποκαλούμενης Κεντροαριστεράς και η οποία καταλαμβάνει χωροταξικά τον χώρο από την Σοσιαλδημοκρατία έως τον ευρωκεντρικό προσανατολισμό της αριστερής εκδοχής.
Η διαπιστωμένη αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να απορροφήσει δυνάμεις από κραδασμούς που αποσυνθέτουν τον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ωστόσο να προκαλείται και από μια ακόμη διαπίστωση.
Η «σοσιαλδημοκρατική στροφή» του κεντροδεξιού πρωθυπουργού
Οι πρόσφατες (του τελευταίου διμήνου Νοέμβριος- Δεκέμβριος 2023) μετρήσεις των τάσεων της κοινής γνώμης καταδεικνύουν μια αξιοσημείωτη δυνατότητα της Κεντροδεξιάς να διατηρεί ισχυρή επιρροή στον πολιτικό χώρο του παραδοσιακού Κέντρου. Παρατηρείται ακόμη μια τάση, μικρή μέχρι στιγμής, μετακίνησης ενός τμήματος της δεξαμενής ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας προς συντηρητικότερες εκδοχές (προς την «Ελληνική Λύση» φερ’ ειπείν) με παράλληλη εισροή ψηφοφόρων από αριστερότερους του κυβερνώντος κόμματος χώρους. Ακόμη και από τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ.
Κατά τους πολιτικούς αναλυτές σε μια εν θερμώ πρώτη αποτύπωση αυτών των ευρημάτων, η αντοχή της Νέας Δημοκρατίας και η αδιαμφισβήτητη ιδεολογική υπεροχή και πολιτική ηγεμονία του Κυριάκου Μητσοτάκη οφείλεται στην «σοσιαλδημοκρατική στροφή» του η οποία εκφράζεται από συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές του και από ακόμη πιο συγκεκριμένες πολιτικές πρακτικές του. Η επιδοματική πολιτική την οποία ακολουθεί η κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη θα έκανε τον κάθε νεοφιλελεύθερο να αισθάνεται πραγματικά άβολα. Σε αυτήν την εκτίμηση καταλήγουν και στελέχη, γνωστά για τις συντηρητικές θέσεις τους εντός της Νέας Δημοκρατίας. Οι πρόσφατες τοποθετήσεις του πρώην πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά, και του επίσης πρώην πρωθυπουργού, Κώστα Καραμανλή, με πρόσχημα τα εθνικά ζητήματα παραπέμπουν στις παραπάνω διαπιστώσεις . Ακόμη και οι τάσεις απόρριψής ενδεχόμενης νομοθετικής ρύθμισης του γάμου ομοφύλων ζευγαριών και του δικαιώματος απόκτησης τέκνων από δεδηλωμένα συντηρητικά στελέχη της κυβερνώσας παράταξης ερμηνεύονται ως τάσεις συσπείρωσης συντηρητικών στελεχών γύρω από έναν σκληρό πυρήνα εντός της Νέας Δημοκρατίας ο οποίος αντισταθμίζει και εξισορροπεί την διαπιστωμένη πρόθεση του Κυριάκου Μητσοτάκη να υιοθετεί σε κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα επιλογές που παραδοσιακά ανήκουν στο ιδεολογικό οπλοστάσιο της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας.
Η ποιοτική αυτή μεταστροφή μέρους του εκλογικού σώματος της Κεντροαριστεράς, λοιπόν, προς τη Νέα Δημοκρατία λόγω των στρατηγικών επιλογών Μητσοτάκη ακυρώνει το εγχείρημα του ΠΑΣΟΚ να επεκτείνει την επιρροή του και την εκλογική του βάση αλλά και αφαιρεί ψηφοφόρους οι οποίοι θα εξακολουθούσαν υπό διαφορετικές συνθήκες να επιλέγουν τον ΣΥΡΙΖΑ.
Για τη «Νέα Αριστερά» αυτή η νέα πολιτική χωροταξική πραγματικότητα προκαλεί ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες ως προς την ταυτοτική τοποθέτηση του νέου εγχειρήματος μεταξύ Κεντροδεξιάς–Κεντροαριστεράς και μεταξύ ΠΑΣΟΚ-Νέας Αριστεράς–ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι σαφές πως το πολιτικό προφίλ των στελεχών της Νέας Αριστεράς (πέραν και από το αμφιλεγόμενο της ονομασίας της πολιτικής αυτής κίνησης) παραπέμπει περισσότερο σε σύγχρονη σοσιαλδημοκρατική εκδοχή με οικολογικές ευαισθησίες και επιμονή στα δικαιωματικά κεκτημένα, παρά σε παραδοσιακή αριστερή φλυαρία παντός καιρού την οποία συνήθιζε να παράγει η Κουμουνδούρου.
Σε αυτό το πλαίσιο ο αυτοπροσδιορισμός των «11» και των στελεχών που ακολούθησαν αυτήν την προοπτική χρειάζεται περισσότερο σύνθετες αναφορές και επεξεργασμένες σε βάθος προτάσεις και περιγραφές του σύγχρονου πολιτικού οικοδομήματος και του υπαρκτού οικονομικού περιβάλλοντος.
Δυσκολότερη είναι προφανώς η ερμηνεία του σημερινού και συνεχώς διαμορφούμενου διεθνούς περιβάλλοντος με την προοπτική επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ και της ακραίας «τυραννικής» εμμονής του, αλλά και της εκλογής ακροδεξιών σχημάτων σε χώρες κλειδιά όπως είναι Γαλλία και προσεχώς η Ισπανία ή η Γερμανία κλπ. Όλα αυτά, υπό το καθεστώς ενίσχυσης των απειλών κατά της ασφάλειας των Δυτικών κοινωνιών από ισλαμιστικά κέντρα λήψης αποφάσεων μετά και την απροσδιόριστη κατάληξη της πολεμικής αναμέτρησης στην Μέση Ανατολή.
Η διεθνής διάσταση συνιστά μια ακόμη δυσκολία ερμηνείας και διατύπωσης πρότασης εκ μέρους της Αριστεράς, η οποία βιώνει καθεστώς ριζικής αναδιαμόρφωσης ή πιθανόν αντιμετωπίζει και την ανάγκη αναχαίτισης (αν είναι ακόμη δυνατόν) της στρατηγικού χαρακτήρα απειλής ακύρωσής της. Η ελληνική αριστερά διακατεχόταν ανέκαθεν από μια δυσκολία αποτελεσματικής ερμηνείας των δεδομένων στο διεθνές σκηνικό. Και αυτό λόγω ιδεοληπτικών κωλυμάτων. Στο επόμενο στάδιο, ωστόσο, η διεθνής συγκυρία ενδεχομένως να θέσει με αδυσώπητο τρόπο ένα δυσεξήγητο δίλλημα. Το δίλημμα αυτό θα περιορίζει τις επιλογές και θα επιβάλει το ερώτημα «Κεντροδεξιά ή Ακροδεξιά;». Το ερώτημα τούτο έχει τεθεί ήδη σε άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες και οι μέχρι σήμερα απαντήσεις δεν κολακεύουν πάντα το συλλογικό πολιτικό κριτήριο των πολιτών της Γηραιάς Ηπείρου. Σε τέτοιες συνθήκες, η πίεση προς τα αριστερά πολιτικά σχήματα είναι αφόρητη έως και συντριπτική.
Ο λαϊκισμός χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές από την αριστερή σκέψη ως σανίδα σωτηρίας και σωσίβιο σε συνθήκες σύνθλιψης από την πολιτική συγκυρία. Κάθε φορά που συνέβη αυτό, το τελικό αποτέλεσμα ήταν αποκαρδιωτικό. Διότι ο λαϊκισμός είναι και εύπεπτος και προσωρινά πειστικός. Στο τέλος αποδεικνύεται βασανιστικά καταστροφικός._
*Το άρθρο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος 2 (Δεκέμβριος 2023 – Ιανουάριος 2024) του Policy Journal